moabet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραιοϊσπανικά (lad)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
moabet moabetes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

moabet < (άμεσο δάνειο) τουρκική muhabbet (κουβέντα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.ɑˈbet/
τυπογραφικός συλλαβισμός: mo‐a‐bet

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

moabet αρσενικό

  • η κουβέντα
    Izimos moabet kon el vezino. - Είχαμε μια κουβέντα με τον γείτονα.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]