moderigi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

moderigi < moder- + -ig- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα moderigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας moderigas moderiganta moderigata
αόριστος moderigis moderiginta moderigita
μέλλοντας moderigos moderigonta moderigota
υποθετική moderigus - -
προστακτική moderigu - -

moderigi (eo)