modermærke

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

modermærke (da)

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)