Μετάβαση στο περιεχόμενο

modicité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
modicité modicités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

modicité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]