modificado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

modificado (pt) < μετοχή αορίστου του modificar

Επίθετο[επεξεργασία]

modificado (pt)

  1. αλλαγμένος, τροποποιημένος
  2. μεταμορφωμένος


→ δείτε τη λέξη modificar