modification
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
modification | modifications |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]modification (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]- modification
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]modification (fr) θηλυκό