modify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
modify (en)
- (σχέδιο) τροποποιώ, προσδιορίζω
- μετασχηματίζω
- μεταρρυθμίζω
- προσδιορίζω