modify
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | modify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | modifies |
αόριστος | modified |
παθητική μετοχή | modified |
ενεργητική μετοχή | modifying |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]modify (en)
- (μεταβατικό) τροποποιώ, μετασχηματίζω, μεταρρυθμίζω, αλλάζω κάτι ελαφρώς, ειδικά για να το κάνω πιο κατάλληλο για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- (μεταβατικό, γραμματική) προσδιορίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- modify - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 32, 545, 764. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλάζω, μεταρρυθμίζω, προσδιορίζω