modular
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]modular (en)
- δομοστοιχειωτός, αποτελούμενος από αυτοτελείς μονάδες, πολυτμηματικός, συναρμολογούμενος
- ≈ συνώνυμα:: particulate
- (πληροφορική) δομοστοιχειωτός, αρθρωτός