modulation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

modulation (en)

  1. τροποποίηση
    • τροποποίηση με διατήρηση των αρχικών σχέσεων
  2. (πληροφορική, ηλεκτρονική) διαμόρφωση
    • frequency modulation: διαμόρφωση συχνότητας
  3. (μουσική) μετατροπία, αρμονική μετακίνηση μελωδίας σε άλλη τονικότητα με διατήρηση των σχέσεων των διαστημάτων της αρχικής μελωδίας (κυρίως στη δυτική μουσική)
      ενικός         πληθυντικός  
modulation modulations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

modulation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη moduler