modulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
modulation (en)
- τροποποίηση
- τροποποίηση με διατήρηση των αρχικών σχέσεων
- (πληροφορική, ηλεκτρονική) διαμόρφωση
- frequency modulation: διαμόρφωση συχνότητας
- (μουσική) μετατροπία, αρμονική μετακίνηση μελωδίας σε άλλη τονικότητα με διατήρηση των σχέσεων των διαστημάτων της αρχικής μελωδίας (κυρίως στη δυτική μουσική)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
modulation | modulations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
modulation (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη moduler