Μετάβαση στο περιεχόμενο

moitié

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
moitié moitiés

moitié (fr) θηλυκό