moldavo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | moldavo | moldavoj |
αιτιατική | moldavon | moldavojn |
moldavo (eo)
- ο Μολδαβός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | moldavo | moldavoj |
αιτιατική | moldavon | moldavojn |
moldavo (eo)