Μετάβαση στο περιεχόμενο

moldmaker

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
moldmaker moldmakers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
moldmaker < mold + maker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moldmaker (en)