Μετάβαση στο περιεχόμενο

molestar

Από Βικιλεξικό

Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
molestar < λατινική molestare

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mo.lesˈt̪aɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: molestar

molestar (es)

  1. (μεταβατικό) ενοχλώ
    παράδειγμα  No me molestes. – Μη με ενοχλείς.
    παράδειγμα  Hazme el favor de bajarle el volumen a tu música. Me está molestando bastante el ruido. – Κάνε μου τη χάρη και χαμήλωσε τη μουσική σου. Ο θόρυβος με ενοχλεί πάρα πολύ.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) εμποδίζω
    παράδειγμα  El tráfico molesta el paso de las ambulancias. – Η κυκλοφορία εμποδίζει τη διέλευση των ασθενοφόρων.
     συνώνυμα: estorbar, obstaculizar

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
molestar < λατινική molestare

molestar (pt)

  1. (μεταβατικό) ενοχλώ
  2. (μεταβατικό) κακοποιώ σεξουαλικά κάποιον
    παράδειγμα  (…) foram acusados de molestar jovens rapazes, a mais típica das acusações. – (…) κατηγορήθηκαν ότι παρενοχλούσαν νεαρούς άντρες, η πιο τυπική από τις κατηγορίες.