mollet
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mollet | mollets |
θηλυκό | mollette | mollettes |
mollet (fr)
Un oeuf mollet : Ένα νερουλό αυγό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mollet | mollets |
mollet (fr) αρσενικό
- η γάμπα