momie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
momie | momies |
momie (fr) θηλυκό
- η μούμια
ενικός | πληθυντικός |
momie | momies |
momie (fr) θηλυκό