monacal
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | monacal | monacaux |
θηλυκό | monacale | monacales |
Επίθετο
[επεξεργασία]monacal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | monacal | monacaux |
θηλυκό | monacale | monacales |
monacal (fr)