monacal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | monacal | monacaux |
θηλυκό | monacale | monacales |
Επίθετο[επεξεργασία]
monacal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | monacal | monacaux |
θηλυκό | monacale | monacales |
monacal (fr)