monarĥo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- monarĥo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monarĥo | monarĥoj |
αιτιατική | monarĥon | monarĥojn |
monarĥo (eo)
- ο μονάρχης