monarko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- monarko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | monarko | monarkoj |
| αιτιατική | monarkon | monarkojn |
monarko (eo)
- ο μονάρχης