monetize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία en
[επεξεργασία]- monetize < money + -ize < μέση αγγλική moneye / moneie < αγγλονορμανδική muneie < λατινική moneta < Moneta (προσωνύμιο της θεάς Juno / Ήρας, (κυριολεκτικά) σύμβουλος) < moneo < πρωτοϊταλική *moneō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *monéyeti < *men- (σκέφτομαι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmʌnətaɪz/ & /ˈmɒnətaɪz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : mo‐ne‐ti‐ze
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]monetize (en)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλονορμανδικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)