monocle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
monocle | monocles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monocle (en)
- το μονόκλ
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
monocle | monocles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monocle (fr) αρσενικό
- το μονόκλ