Μετάβαση στο περιεχόμενο

monocle

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
monocle monocles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monocle (en)

  1. το μονόκλ



      ενικός         πληθυντικός  
monocle monocles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monocle (fr) αρσενικό

  1. το μονόκλ