Μετάβαση στο περιεχόμενο

monogamique

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monogamique monogamiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

monogamique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]