monolingue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mo.no.lɛ̃ɡ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monolingue monolingues

monolingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]