Μετάβαση στο περιεχόμενο

monologue

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
monologue monologues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monologue (en)



      ενικός         πληθυντικός  
monologue monologues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monologue (fr) αρσενικό