monologue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
monologue monologues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monologue (en)

  1. μονόλογος



      ενικός         πληθυντικός  
monologue monologues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monologue (fr) αρσενικό

  1. μονόλογος