monopole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
monopole | monopoles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monopole (fr) αρσενικό
- το μονοπώλιο
ενικός | πληθυντικός |
monopole | monopoles |
monopole (fr) αρσενικό