monosyllabique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɔ.nɔ.si.la.bik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monosyllabique monosyllabiques

monosyllabique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μονοσύλλαβος
  2. μονοσυλλαβικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]