Μετάβαση στο περιεχόμενο

monothéiste

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monothéiste monothéistes

monothéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μονοθεϊστής - μονοθεΐστρια

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monothéiste monothéistes

monothéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μονοθεϊστικός