monothéiste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monothéiste | monothéistes |
monothéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monothéiste | monothéistes |
monothéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό