monotrope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
monotrope monotropes

Επίθετο[επεξεργασία]

monotrope (fr) αρσενικό ή θηλυκό