monsone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monsone (it) αρσενικό (πληθυντικός monsoni)
Πηγές[επεξεργασία]
- monsone - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).