monsoon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɒnˈsuːn/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /mɑnˈsuːn/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
monsoon monsoons

monsoon (en)

  • (άνεμος) ο μουσώνας
    The monsoons make the ground more fertile and help people get food.
    Οι μουσώνες κάνουν το έδαφος πιο γόνιμο και βοηθάνε τους ανθρώπους να πάρουν φαγητό.

Πηγές[επεξεργασία]