Μετάβαση στο περιεχόμενο

monstrosity

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
monstrosity monstrosities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monstrosity (en)

  • τερατωδία, το τέρας, κάτι που είναι πολύ μεγάλο και πολύ άσχημο, ειδικά ένα κτίριο
      a monstrosity of nature - τέρας της φύσεως
      Most apartment buildings are monstrosities.
    Οι περισσότερες πολυκατοικίες είναι κτίρια τέρατα.
     συνώνυμα: eyesore