monunuo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- monunuo < mono (χρήμα, συνάλλαγμα) + unuo (ένωση)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monunuo | monunuoj |
αιτιατική | monunuon | monunuojn |
monunuo (eo)