moraliste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɔ.ʁa.list/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
moraliste moralistes

moraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
moraliste moralistes

moraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]