Μετάβαση στο περιεχόμενο

morbide

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
morbide morbides

Επίθετο

[επεξεργασία]

morbide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]