Μετάβαση στο περιεχόμενο

mordache

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mordache mordaches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mordache (fr) θηλυκό

  1. (τεχνολογία) ξύλινο εξάρτημα που τίθεται ανάμεσα στις σιαγόνες μιας μέγκενης για να μην καταστρέψει το συσφιγγόμενο αντικείμενο
  2. το άκρο ορισμένων τύπων πένσας ή τανάλιας