Μετάβαση στο περιεχόμενο

morphinomane

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
morphinomane < morphiomane < morphine + -mane

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
morphinomane morphinomanes

morphinomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
morphinomane morphinomanes

morphinomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]