morriña
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
morriña | morriñas |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]morriña (es) θηλυκό
- μελαγχολία, νοσταλγία, ιδίως νόστος
- επιζωοτία
- βρωμιά
Πηγές
[επεξεργασία]- morriña - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014