Μετάβαση στο περιεχόμενο

morriña

Από Βικιλεξικό
ενικός πληθυντικός
morriña morriñas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moˈri.ɲa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

morriña (es) θηλυκό

  1. μελαγχολία, νοσταλγία, ιδίως νόστος
  2. επιζωοτία
  3. βρωμιά