mortel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mortel | mortels |
θηλυκό | mortelle | mortelles |
mortel (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mortel (fr) αρσενικό
- ο θνητός