mortier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mortier | mortiers |
mortier (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο όλμος
- το τσιμέντο, μείγμα σκόνης τσιμέντου με νερό
- το γουδί