mortier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mortier mortiers

mortier (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) ο όλμος
  2. το τσιμέντο, μείγμα σκόνης τσιμέντου με νερό
  3. το γουδί