mosto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mosto | mostoj |
αιτιατική | moston | mostojn |
mosto (eo)
- ο μούστος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mosto | mostoj |
αιτιατική | moston | mostojn |
mosto (eo)