motivo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
motivo (eo)
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
motivo (es) πληθυντικός : motivar
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
motivo (es) πληθυντικός : motivos
- το κίνητρο
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
motivo | motivi |
motivo (it)
- το μοτίβο, μια σύντομη ιδέα η ένα σύντομο καλλιτεχνικό στοιχείο, π.χ. χρώμα η απόχρωση, σύμβολο
- (μουσική) ένα σύντομο μελωδικό ή αρμονικό μοτίβο της ορχήστρας.
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
motivo (ca)
- ο λόγος
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
motivo (la)
- ο λόγος
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
motivo (pt) πληθυντικός : motivos
Κατηγορίες:
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Ισπανική γλώσσα
- Ρήματα (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Μουσική (ιταλικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Ρήματα (καταλανικά)
- Λατινική γλώσσα
- Επίθετα (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Επίθετα (πορτογαλικά)