moucheron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moucheron | moucherons |
moucheron (fr) αρσενικό
- το μυγάκι
ενικός | πληθυντικός |
moucheron | moucherons |
moucheron (fr) αρσενικό