mouldmaker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mouldmaker | mouldmakers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mouldmaker (en)
- (επάγγελμα) (ΗΒ) ο καλουπατζής
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- mouldmaker στην αγγλική Βικιπαίδεια