moule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
moule | moules |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]moule (fr) αρσενικό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- moule à manqué (τσέρκι (για γλυκό))
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]moule (fr) θηλυκό
- (θαλάσσιο ζώο) μύδι
- (οικείο) άτονος, αργοκίνητος άνθρωπος
- (κατ’ επέκταση) ανόητος, βλάκας
- (χυδαίο) αιδοίο, μουνί