moule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: moulé
      ενικός         πληθυντικός  
moule moules

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moule (fr) αρσενικό

  1. καλούπι
  2. στέλεχος ενός κουμπιού που επικαλύπτεται με ύφασμα
  3. τύπος, παράδειγμα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moule (fr) θηλυκό

  1. (θαλάσσιο ζώο) μύδι
  2. (οικείο) άτονος, αργοκίνητος άνθρωπος
  3. (κατ’ επέκταση) ανόητος, βλάκας
  4. (χυδαίο) αιδοίο, μουνί