moule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moule | moules |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
moule (fr) αρσενικό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- moule à manqué (τσέρκι (για γλυκό))
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
moule (fr) θηλυκό
- (θαλάσσιο ζώο) μύδι
- (οικείο) άτονος, αργοκίνητος άνθρωπος
- (κατ’ επέκταση) ανόητος, βλάκας
- (χυδαίο) αιδοίο, μουνί