moulin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
moulin | moulins |
moulin (fr) αρσενικό
- ο μύλος
ενικός | πληθυντικός |
moulin | moulins |
moulin (fr) αρσενικό