mountaineer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mountaineer | mountaineers |
mountaineer (en)
- ορειβατικός
mountaineering club - ορειβατικός όμιλος
- ο ορειβάτης, η ορειβάτισσα
- (παρωχημένο) ορεσίβιος, που ζει σε ορεινή περιοχή
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | mountaineer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mountaineers |
αόριστος | mountaineered |
παθητική μετοχή | mountaineered |
ενεργητική μετοχή | mountaineering |
mountaineer (en)
- κάνω ορειβασία