Μετάβαση στο περιεχόμενο

mountaineering

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mountaineering < mountaineer + -ing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mountaineering mountaineerings

mountaineering (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

mountaineering (en)