mouroir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mouroir | mouroirs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mouroir (fr) αρσενικό
- γηροκομείο όπου το προσωπικό δεν έχει τα μέσα να κάνει σωστά τη δουλειά του