Μετάβαση στο περιεχόμενο

moussaka

Από Βικιλεξικό
μουσακάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
moussaka moussakas

moussaka (fr) θηλυκό

  1. (γαστρονομία) ο μουσακάς



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moussaka (it)

  1. (γαστρονομία) μουσακάς