mouthful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mouthful | mouthfuls |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mouthful (en)
- η μπουκιά, μέρος τροφής που αντιστοιχεί στη χωρητικότητα του στόματος
- ↪ a mouthful of cake - μια μπουκιά κέικ
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574-575. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπουκιά