mouthpiece
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mouthpiece | mouthpieces |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mouthpiece (en)
ενικός | πληθυντικός |
mouthpiece | mouthpieces |
mouthpiece (en)